μέραρχος

μέραρχος
ο
ανώτατος αξιωματικός τού στρατού ο οποίος διοικεί μεραρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + -αρχος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μέραρχος — ο ο διοικητής της μεραρχίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Merarches — Not to be confused with meridarches, a Hellenistic gubernatorial title. The merarchēs (Greek: μεράρχης), sometimes Anglicized as Merarch, was a Byzantine military rank roughly equivalent to a divisional general. History The title derives from the …   Wikipedia

  • -άρχος — [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχός < άρχω. Ο τ. χρησιμεύει ως β συνθετικό σε μεγάλο σχετικά αριθμό συνθέτων τόσο της αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής, τα οποία αναφέρονται στην έννοια του αρχηγού πρβλ. αρχ. νεοελλ. λήσταρχος, στασίαρχος, φύλαρχος αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε …   Dictionary of Greek

  • μεραρχιακός — και μεραρχικός, ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεραρχία ή στον μέραρχο («μεραρχιακό πυροβολικό»). [ΕΤΥΜΟΛ. μεραρχιακός < μεραρχία μεραρχικός < μέραρχος)] …   Dictionary of Greek

  • Βάσσος, Τιμολέων — (Αθήνα 1836 – 1929). Έλληνας στρατιωτικός, γιος του Μαυροβουνιώτη Β. Τελείωσε τη Σχολή Ευελπίδων και πήγε κατόπιν στη Γαλλία για να συνεχίσει τις σπουδές του. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα διορίστηκε υπασπιστής του βασιλιά Γεωργίου Α’. Κατά τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”